- ὠκυδίδακτος
- ὠκυ-δίδακτος [pron. full] [ῐ], ον,A quickiy taught, οἰωνός ib. 9.562 (Crin.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὠκυδίδακτος — quickiy taught masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωκυδίδακτος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που μαθαίνει γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + διδακτός (< διδάσκω), πρβλ. αυτο δίδακτος] … Dictionary of Greek